- σαρακοστιάτικος
- -η, -ο, Ν1. σαρακοστιανός2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σαρακοστιάτικασε ημέρα ή σε περίοδο νηστείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρακοστή + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. λαμπρ-ιάτικος, χριστουγενν-ιάτικος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.